αλλοτεσινός

αλλοτεσινός
-ή, -ό [άλλοτες]
ο αλλοτινός*.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • άλλοτε — επίρρ. (Α ἄλλοτε) (Ν και άλλοτες Μ και ἀλλότες) (για παρελθόν ή μέλλον, συνήθως επαναλαμβανόμενο) σε άλλο χρόνο, άλλη ώρα, άλλη περίσταση, άλλη φορά αρχ. 1. σε συνδυασμό με άλλα επιρρήματα ή με την αντωνυμία ἄλλος «ἄλλως ἄλλοτε», άλλοτε με αυτόν… …   Dictionary of Greek

  • αλλοτινός — αλλοτινός, ή, ό και αλλοτεσινός, ή, ό αυτός που ανήκει σ άλλη εποχή, περασμένος: Αλλοτινοί άνθρωποι, αλλοτινά έθιμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”